απονεκρώνω

απονεκρώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) доводить до омертвения; парализовать; 2) мед. анестезировать, делать анестезию; 3) перен. парализовать; приводить в состояние застоя;

απονεκρώνομαι [-ούμαι]

1) — становиться омертвелым, парализованным; — омертветь; — отмирать (тж. перен. );

2) перен. оказаться парализованным, замирать;
приходить в состояние застоя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απονεκρώνω" в других словарях:

  • απονεκρώνω — απονεκρώνω, απονέκρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απονεκρώνω — (Μ ἀπονεκρώνω, AM ἀπονεκρῶ, όω) 1. νεκρώνω εντελώς 2. αναισθητοποιώ, εξουδετερώνω …   Dictionary of Greek

  • απονεκρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον αναίσθητο, θανατώνω: Η ξηρασία και η ζέστη απονέκρωσαν τη βλάστηση. 2. φέρνω σε μαρασμό, εξαφανίζω τη ζωή και την κίνηση: Η γενική απεργία των εργαζόμενων χθες απονέκρωσε την πόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκνεκρώ — ἐκνεκρῶ ( όω) (Μ) απονεκρώνω …   Dictionary of Greek

  • εναπονεκρώ — ἐναπονεκρῶ ( όω) (Α) απονεκρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • συναπονεκρώ — όω, Μ [ἀπονεκρῶ] 1. απονεκρώνω συγχρόνως 2. μτφ. καταστρέφω συγχρόνως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»